- πολιτειολόγος
- ο, η, Νεπιστήμονας ειδικός στην πολιτειολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
Άλι Αμπντάλ-Ράζεκ — (1888 – ;). Αιγύπτιος ιεροδιδάσκαλος, νομομαθής και πολιτειολόγος. Σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο του Καΐρου και στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1911. Κατόπιν φοίτησε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (1913… … Dictionary of Greek
Λάσκι, Χάρολντ Τζόζεφ — (Harrold Joseph Laski, Μάντσεστερ 1893 – Λονδίνο 1950). Άγγλος πολιτειολόγος, δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός. Δίδαξε ιστορία σε διάφορα πανεπιστήμια, ώσπου εδραιώθηκε στην έδρα των πολιτικών θεωριών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Την περίοδο… … Dictionary of Greek